- ἠγωνιᾶτο
- ἀγωνιάωcontend eagerlyimperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλότοπος — ον, Α αυτός που αγαπά έναν τόπο ή μια θέση («ὡς φιλότοπος γὰρ ἠγωνιᾱτο καταλιπεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τόπος (πρβλ. μικρό τοπος)] … Dictionary of Greek